επιπώλησις

επιπώλησις
ἐπιπώλησις, ἡ (Α) [επιπωλούμαι]
επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό τής ραψωδίας Δ τής Ιλιάδας («τοῡ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπώλησις — going round fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπωλήσει — ἐπιπώλησις going round fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιπωλήσεϊ , ἐπιπώλησις going round fem dat sg (epic) ἐπιπώλησις going round fem dat sg (attic ionic) ἐπιπωλέομαι go about fut ind mp 2nd sg ἐπιπωλέομαι go about fut ind mp 2nd sg ἐπιπωλέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπώλησιν — ἐπιπώλησις going round fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπωλήσεως — ἐπιπωλήσεω̆ς , ἐπιπώλησις going round fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”