- επιπώλησις
- ἐπιπώλησις, ἡ (Α) [επιπωλούμαι]επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό τής ραψωδίας Δ τής Ιλιάδας («τοῡ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.